- αποσκοτίζω
- ἀποσκοτίζω (Α)1. προκαλώ σκοτάδι, σκοτεινιάζω, θαμπώνω2. μετακινούμαι από τη θέση μου για να μην πέφτει η σκιά μου πάνω σε κάποιον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀποσκοτίσαι — ἀποσκοτίζω darken aor inf act ἀποσκοτίσαῑ , ἀποσκοτίζω darken aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)